- σικυοπέπων
- σῐκυοπέπων, ονος, ὁ,= σίκυος πέπων (v.A
πέπων 1.2
), Gal.6.565.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πέπων 1.2
), Gal.6.565.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σικυοπέπων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σικυοπέπων — ονος, ὁ, Α το γνωστό με τη λόγια σήμερα ονομασία φυτό σίκυος ο πεπων*, το πεπόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίκυος «αγγούρι» + πέπων, ονος «πεπόνι»] … Dictionary of Greek